- δακρυόεις
- δακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)1. (για πρόσ.) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος2. (για πράγμ.) όποιος προκαλεί δάκρυα, ο αίτιος δακρύων3. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «δακρυόεν γελάσασα» — αφού χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -όεις* (πρβλ. αιετόεις, αιματόεις, ακρυόεις)].
Dictionary of Greek. 2013.